- λεβήτων
- λέβηςkettlemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεβήτων — λεβήτων, ωνος, ὁ (Α) βλ. λεβιτών … Dictionary of Greek
λεβητοποιία — η 1. η τέχνη τής κατασκευής λεβήτων, κυρίως ατμολεβήτων 2. βιομηχανία λεβήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη Συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοΐας] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
LEBES et LEBETA — LEBES, et LEBETA ex Graeco λίβης, ὅτι λέιβεται ὕδωρ εἰς αὐτὸν, quod aqua ei infundatur nomen accepit. Virg. Aen. l. 3. v. 466. Dodonaeosque lebetas. Ubi ollas aereas interpretatur Serv. Proprie vas quodcumque, in quod aqua defunditur. Gloss.… … Hofmann J. Lexicon universale
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
αναθερμαντήρας — ή αεροθερμαντήρας, ο τεχνολ. συσκευή που χρησιμεύει για την αναθέρμανση των ατμών τού νερού τών λεβήτων μετά την εκτόνωσή τους στους ατμοστρόβιλους ή την αναθέρμανση τών αερίων τών αεριοστροβίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αναθερμαν τού ρ. αναθερμαίνω +… … Dictionary of Greek
εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
λεβητοποιείο — το εργοστάσιο κατασκευής λεβήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοποιείον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek